Δόξα τη συγκαταβάσει Σου..


όρατε καί κατάληπτε Κύριε, πς φησες τό Θεϊκό Σου Θρόνο καί φανερώθηκες ς νθρωπος στή γῆ; Δέν τό χωράει νος μου. ν μέ ρωτοσες, θά σου λεγα, μή φήνς τή δόξα Σου, δέν ξίζουμε τή συγκατάβασί Σου.

ν λθς κοντά μας, θαρης λόκλειστες τίς θύρες τς ψυχς μας.

Καί χθές καί σήμερα ο διοι μετανόητοι.

Χάσαμε τήν τιμή το «κατ’εκόνα». Συνεχίζουμε τά ἔργα τν χειρν μας, λατρεύοντες τά εδωλα, «ργύριον καί χρυσίον», χάσαμε τήν νθρωπιά μας, μαυρώσαμε  μέσα μας τήν εκόνα Σου, μοιωθήκαμε τος κτήνεσι τος νοήτοις, πομακρυνθήκαμε πό τήν Πηγή τς Ζως καί συνεχίζουμε, χωρίς ντροπή, νά ζοῦμε χειρότερ’ π’ τά κτήνη, συμπεριφερόμαστε χειρότερ’ π’ τά κτήνη καί πεθαίνουμε σάν κτήνη.  ...

Κύριέ μου, λιε τς Δικαιοσύνης, Σύ εἶσαι  τό Φς τό ληθινόν, πού φωτίζει κάθε νθρωπο, πού ρχεται στόν κόσμο. ρχεσαι κοντά μας, γιά νά φωτίσς τά σκοτάδια μας καί μς καλες νά βγάλουμε τή σκιά μας στό Φς καί νά γαπήσουμε τό φς.  ...

ς καρδιογνώστης γνωρίζεις, πώς δέν ξίζουμε, Κύριε, τό λεός Σου, γι’ατό τολμ, γλυκύτατέ μου ησο, γαπημένε μου Κύριε, μήν  ρχεσαι κοντά μας, δέν τό ξίζουμε, καί πάλιν θά Σέ Σταυρώσουμε. Εμαστε πτωχοί, γυμνοί, λεεινοί, τυφλοί, κωφοί, θλιοι, πωρωμένοι. Πετρώσανε οἱ καρδιές μας. ξ ατίας τς κακς μας προαιρέσεως, «παχύνθη καρδιά μας, σκοτίστηκε νος μας, δέν βλέπουμε καί δέν κομε τό Εαγγέλιο τς γάπης Σου, Χριστέ, φύγε πό κοντά μας, μες δέν χουμε λλο Βασιλιά παρά τόν Καίσαρα, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρμα, τήν Καλοπέρασί μας. Τί θέλεις πό μς; Εμαστε Σαδομαζοχιστές. Δέν θέλουμε νά κούσουμε  τό λόγο Σου. Δέν λλάζουμε ζωή. Μς ρέσει νά ζομε στό σκοτάδι».

Παρόλα ατά, Σύ , Κύριε, μακρόθυμε καί πολυέλεε, συνεχίζεις νά κρούς τή Θύρα καί νά μᾶς καλες κοντά Σου, γλυκειά μου νοιξις, φς τν φθαλμν μου! Πς νά μνήσω τή θεϊκή Σου συγκατάβασι; Σταματάει νος μου. Δέν βρίσκω λόγια νά περιγράψω τήν τρυφερότητα, μέ τήν ποίαν περιβάλλεις λους μς τούς λεεινούς. Πς νά περιγράψω τά ἀπερίγραπτα; Πς νά κφράσω τά νέκφραστα; Πς νά μνήσω τά μεγαλεα Σου, ψιστε Θεέ;

Τρέμω,  μέ τή σκέψι, τι στήν προσπάθειά μου νά Σέ μνήσω, μήπως προσβάλλω τή μεγαλειότητά σου, Κύριε. Γιατί «ποιός εναι κανός λαλσαι τάς δυναστείας Σου; κουστάς ποιῆσαι πάσας τάς ανέσεις Σου διηγήσασθαι πάντα τά θαυμάσιά Σου ν παντί καιρ

Συγχώρησέ με, Θεέ μου. Καί νά σιωπήσω πάλι δέν μπορ. ν πάρχω Σέ Σένα τό χρωστ, Σύ μέ ξίωσες, μέ τόν λεεινόν καί νάξιον δολον Σου, νά πηρετ ξντα δύο λόκληρα χρόνια στό Θυσιαστήριόν Σου, πῶς νά σιωπήσω; Δέν μπορ...Στεναχωριέμαι γιά τά λάθη μου... Στεναχωριέμαι, πού δέν βρίσκω λόγια πάξια νά Σέ μνήσω, νεξίκακε καί Μακρόθυμε Κύριέ μου ησο...

Κάνετε κλικ πάνω στην Εικόνα, για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο..

.