Ἀόρατε καί ἀκατάληπτε Κύριε, πῶς ἄφησες τό Θεϊκό Σου Θρόνο καί φανερώθηκες ὡς ἄνθρωπος στή γῆ; Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μου. Ἄν μέ ρωτοῦσες, θά σου ἔλεγα, μή ἀφήνῃς τή δόξα Σου, δέν ἀξίζουμε τή συγκατάβασί Σου.
Ἄν ἔλθῃς κοντά μας, θαὔρης ὁλόκλειστες τίς θύρες τῆς ψυχῆς μας.
Καί χθές καί σήμερα οἱ ἴδιοι ἀμετανόητοι.
Χάσαμε τήν τιμή τοῦ «κατ’εἰκόνα». Συνεχίζουμε τά ἔργα τῶν χειρῶν μας, λατρεύοντες τά εἴδωλα, «ἀργύριον καί χρυσίον», χάσαμε τήν ἀνθρωπιά μας, ἀμαυρώσαμε μέσα μας τήν εἰκόνα Σου, ὁμοιωθήκαμε τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς καί συνεχίζουμε, χωρίς ντροπή, νά ζοῦμε χειρότερ’ ἀπ’ τά κτήνη, συμπεριφερόμαστε χειρότερ’ ἀπ’ τά κτήνη καί πεθαίνουμε σάν κτήνη. ...
Κύριέ μου, Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, Σύ εἶσαι τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο. Ἔρχεσαι κοντά μας, γιά νά φωτίσῃς τά σκοτάδια μας καί μᾶς καλεῖς νά βγάλουμε τή σκιά μας στό Φῶς καί νά ἀγαπήσουμε τό φῶς. ...
Ὡς καρδιογνώστης γνωρίζεις, πώς δέν ἀξίζουμε, Κύριε, τό Ἔλεός Σου, γι’αὐτό τολμῶ, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, Ἀγαπημένε μου Κύριε, μήν ἔρχεσαι κοντά μας, δέν τό ἀξίζουμε, καί πάλιν θά Σέ Σταυρώσουμε. Εἴμαστε πτωχοί, γυμνοί, ἐλεεινοί, τυφλοί, κωφοί, ἄθλιοι, πωρωμένοι. Πετρώσανε οἱ καρδιές μας. Ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς μας προαιρέσεως, «ἐπαχύνθη ἡ καρδιά μας, σκοτίστηκε ὁ νοῦς μας, δέν βλέπουμε καί δέν ἀκοῦμε τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης Σου, Χριστέ, φύγε ἀπό κοντά μας, ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἄλλο Βασιλιά παρά τόν Καίσαρα, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα, τήν Καλοπέρασί μας. Τί θέλεις ἀπό μᾶς; Εἴμαστε Σαδομαζοχιστές. Δέν θέλουμε νά ἀκούσουμε τό λόγο Σου. Δέν ἀλλάζουμε ζωή. Μᾶς ἀρέσει νά ζοῦμε στό σκοτάδι».
Παρόλα αὐτά, Σύ , Κύριε, μακρόθυμε καί πολυέλεε, συνεχίζεις νά κρούῃς τή Θύρα καί νά μᾶς καλεῖς κοντά Σου, γλυκειά μου Ἄνοιξις, ὤ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου! Πῶς νά ὑμνήσω τή θεϊκή Σου συγκατάβασι; Σταματάει ὁ νοῦς μου. Δέν βρίσκω λόγια νά περιγράψω τήν τρυφερότητα, μέ τήν ὁποίαν περιβάλλεις ὅλους ἐμᾶς τούς ἐλεεινούς. Πῶς νά περιγράψω τά ἀπερίγραπτα; Πῶς νά ἐκφράσω τά ἀνέκφραστα; Πῶς νά ὑμνήσω τά μεγαλεῖα Σου, Ὕψιστε Θεέ;
Τρέμω, μέ τή σκέψι, ὅτι στήν προσπάθειά μου νά Σέ ὑμνήσω, μήπως προσβάλλω τή μεγαλειότητά σου, Κύριε. Γιατί «ποιός εἶναι ἱκανός λαλῆσαι τάς δυναστείας Σου; Ἀκουστάς ποιῆσαι πάσας τάς αἰνέσεις Σου ἤ διηγήσασθαι πάντα τά θαυμάσιά Σου ἐν παντί καιρῷ;»
Συγχώρησέ με, Θεέ μου. Καί νά σιωπήσω πάλι δέν μπορῶ. Ἄν ὑπάρχω Σέ Σένα τό χρωστῶ, Σύ μέ ἀξίωσες, ἐμέ τόν ἐλεεινόν καί ἀνάξιον δοῦλον Σου, νά ὑπηρετῶ ἑξῆντα δύο ὁλόκληρα χρόνια στό Θυσιαστήριόν Σου, πῶς νά σιωπήσω; Δέν μπορῶ...Στεναχωριέμαι γιά τά λάθη μου... Στεναχωριέμαι, πού δέν βρίσκω λόγια ἐπάξια νά Σέ ὑμνήσω, Ἀνεξίκακε καί Μακρόθυμε Κύριέ μου Ἰησοῦ...
Κάνετε κλικ πάνω στην Εικόνα, για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο...