Στην πολυκατοικία την εκτιμούν λιγάκι, διότι δεν έχει επισκέψεις μέσα-έξω, πάρτυ και φασαρίες, και διότι, βεβαίως, πληρώνει εγκαίρως τα κοινόχρηστά της.
Μια Κυριακή πρωϊ, σχεδόν 8 το πρωϊ, τους ξάφνιασε.
Κλείστηκε στο ασανσέρ και χτυπούσε το κουδούνι κινδύνου, για να έρθει κάποιος, και μάλιστα ο διαχειριστής, να της ανοίξει.
Την άκουσαν. Ήρθαν. Την απελευθέρωσαν.
Μια συγκάτοικος πρόσεξε ότι ήταν φρέσκια -όχι ξενύχτισα- και ντυμένη «Κυριακάτικα». Δεν κρατήθηκε:
- Μπα σε καλό σου. Πρωϊνιάτικα Κυριακή δεν κοιμάσαι; Για πού τό 'βαλες. Εκδρομή, ορειβασία; Δεν σε συνειθίσαμε έτσι..
- Όχι, πηγαίνω στην Εκκλησία!.
Σιώπησαν όλοι.
Δεν είχαν τί να πουν.
Στοχασμός, θαυμασμός..
Διδαχή..
Τί καλύτερη ομολογία. Τί καλύτερο κήρυγμα..
Έτσι «τυχαία»..
Ξαφνιαστικά..
(Αληθινό!)