Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σαν Σήμερα: Παπαδιαμάντης!

 Ὄνειρον Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ἀμίσθου Ἱεροψάλτου

Ὁ συγγραφεύς του κειμένου, κ.Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος εἶναι φιλόλογος, διαμένων εἰς Χαλκίδα, ἐμβριθὴς μελετητὴς τοῦ Παπαδιαμάντη, ὑπεύθυνος γιὰ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» αὐτοῦ.

Παρουσιάζει τὸν γέροντα τῆς Σκιάθου, ὄντα σοβαρῶς ἀσθενῆ καὶ κλινήρη στὴν πατρικήν του οἰκίαν, νὰ μεριμνᾷ διὰ τὸ Διήγημα τῶν Φώτων, ποὺ τοῦ παρήγγειλεν ὁ Γαβριηλίδης, τὸ ὁποῖον ἴσως θὰ ἦτο καὶ τὸ τελευταίον, μεταξύ πραγματικότητος καὶ ὀνειροφαντασίας, λίγο προτοῦ ἀποδημήσει, τὰ μεσάνυκτα τῆς 2ας πρὸς 3ην Ἰανουαρίου τοῦ 1911.

Τὸ διήγημα προέρχεται ἀπὸ ἔμπνευσιν καὶ τὴν γραφίδα τοῦ Ν.Τριανταφυλλόπουλου, ὁ ὁποῖος ἀπομιμεῖται ἄριστα τὸ ὕφος τοῦ Παπαδιαμάντη!.

********

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, υἱὸς τοῦ ἱερέως Ἀδαμαντίου Ἐμμανουήλ, διηγηματογράφος καὶ ἱεροψάλτης, ὠνειρεύθη τὴν νύκτα τῆς 2ας πρὸς 3ην Ἰανουαρίου 1911, εἰς τὴν Σκίαθον, ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὰς Ἀθήνας, ἔλαβε δὲ σημείωμα τοῦ Βλ. Γαβριηλίδου, μὲ τὸ ὁποῖον ὁ διευθυντὴς τῆς «Ἀκροπόλεως» τὸν ἐκάλει νὰ περάσῃ τὸ ταχύτερον ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος. Μολονότι ἐνόησεν ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἀναθέσεως ἐργασίας καὶ μολονότι ἡ οἰκονομική του κατάστασις πᾶν ἄλλο ἢ ἀνθηρὰ ἦτο, ἐδυσφόρησεν ἐλαφρῶς, ἔκαμε βῶλον τὸ σημείωμα καὶ τὸ κατέπιεν, ἀλλ᾿ ἡ κατάποσις ὑπῆρξεν ὀδυνηρά πως καὶ ηὐχήθη τότε νὰ εἶχεν ὀλίγον γάλα.

Αἰφνιδίως ἐπαρουσιάσθη ὁ φίλος του Νιρβάνας, ὅστις τοῦ ἔτεινε ποτήριον γάλακτος λέγων: «Ἀλέξανδρε, τόσον καιρὸν ἐπιμένω ὅτι, ἐὰν ἔπινες τακτικώτερα γάλα, θὰ ὠφελεῖσο πολύ, ἀλλ᾿ ἐσὺ μὲ πεῖσμα μοῦ ἀντιτάσσεις τὴν ἀπαράγραπτον τήρησιν τῆς νηστείας. Σήμερα ὅμως ἠμπορεῖς ἀνενόχως νὰ καταλύσῃς, καθ᾿ ὅτι διανύομεν τὸ Δωδεκαήμερο». Ὁ Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὸ ποτήριον, ἀλλ᾿ ὅταν τὸ ἔφερεν εἰς τὰ χείλη του διεπίστωσεν ὅτι περιεῖχε διάλυμα ἀσβέστου, ταυτοχρόνως δὲ εἶδεν ὅτι ὁ Νιρβάνας διελύετο ὡς καπνός! Τοῦ Ἀχιτόφελ βουλαί, παίγνια τοῦ Βεελζεβούλ!

Θὰ ἐπήγαινε, λοιπόν, εἰς συνάντησιν τοῦ Γαβριηλίδου, πλὴν ὅμως «κουμπωμένος».

********

Καθ᾿ ὁδὸν εὑρέθη ἀντίπρωρος πρὸς τὸν συμπατριώτην του Λαλεμῆτρον, ὅστις τὸν ἐχαιρέτισεν μὲ ἄκραν διαχυτικότητα καὶ μὲ ἴσην ἀφελότητα τὸν ἐκάλεσε νὰ καθίσωσιν εἰς παρακείμενον ζαχαροπλαστεῖον, ὀνομαστὸν διὰ τοὺς λουκουμᾶδες του. Ἐδέχθη τὴν πρόσκλησιν, εἰσῆλθον εἰς τὸ κατάστημα καὶ ὁ Λαλεμῆτρος παρήγγειλε δυὸ μερίδας. Ἦσαν λουκουμᾶδες ἐξαίρετοι καὶ τοὺς ἐτίμησαν δεόντως. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐποτίσθη μέχρις ὀνύχων ἀπὸ τὴν ἡδύτητά των, ὅλην ἄρωμα!

«Ἔχω ὅμως ἕνα παράπονο», ἀπήντησεν, ἀπροσδοκήτως ἀλλὰ καὶ μετὰ συστολῆς ἐκεῖνος.

Θορυβηθεὶς ὁ Παπαδιαμάντης τὸν ἠρώτησεν ἂν τυχὸν τοῦ ὀφείλει χρήματα καὶ τὸ ἐλησμόνησεν· ἂν περὶ αὐτοῦ πρόκειται, νὰ μὴ ἀνησυχῇ, θὰ λάβῃ σήμερα καλὴν παραγγελίαν καὶ προκαταβολήν, θὰ τὸν ἐξοφλήσῃ ἀμέσως. Πάσχων νὰ τὸν πείσῃ ἠσθάνετο νὰ ἀναπέμπωνται ἐκ τοῦ στομάχου εἰς τὸ στόμα οἱ λουκουμάδες ὡς γεῦσιν χολῆς.

Ὁ ἄνθρωπος συνεστάλη ἔτι περισσότερον, ὅταν ὡς ὁ Παπαδιαμάντης ἐπῆρε τὸν ἀνασασμόν του, ἐμορμύρισεν ὅτι οὐδέποτε ἔτυχε νὰ ἔχουν χρηματικὰς δοσοληψίας, καὶ πῶς εἶχε σκεφθῆ αὐτὰ τὰ περὶ χρέους; Ἄλλης λογῆς ἦτον τὸ παράπονό του, ὅτι δηλαδὴ τὴν ἱστορίαν τοῦ Γιάννη τ᾿ Μοθωνιοῦ, ὅπου ἐγύρισεν ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐπανδρεύθηκε τὴ σαστικιά του, τὸ Μελαχρὼ τῆς Κουμπουρτζίνας, ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος τὴν εἶχε βάλει στὸ χαρτί, ἀλλὰ τὴν ἰδικήν του, ὁποὺ καὶ αὐτὸς ἐβασανίσθη πέντε χρόνια στὴν Ἀλάσκα κ᾿ ἐτυφλώθη, καὶ ἐπέστρεψε στὴ Σκιάθο θαμματουργὰ θεραπευμένος, αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἐλησμόνησεν.

Ἐξέφραζε τὸ παράπονον μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω νεύουσαν, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης μειδιῶν τοῦ ὑπενθύμισεν ὅτι ὁ ἐξάδελφός του Ἀλέκος εἶχεν ἀφηγηθῆ εἰς ὑπερεβδομήκοντα σελίδας τὸν νόστον του, ἄρα ἀδίκως παρεπονεῖτο, κινδυνεύων οὕτω νὰ θεωρηθῇ ἀχάριστος.

Ὁ Λαλεμῆτρος ἠκροᾶτο ταπεινῶς, ἐντούτοις εὗρε τὸ θάρρος ν᾿ ἀπαντήσῃ:

«Ἔχεις δίκιο, κυρ-Ἀλέξανδρε, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν τὸ πῶ· ἐσὺ θὰ τὴν ἔγραφες νοστιμώτερα. Ὡστόσο, σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν κάνῃς λόγο στὸν ἐξάδελφό σου γιὰ τὴν κουβέντα μας· γιατί νὰ τὸν πικράνω;».

Ὁ Παπαδιαμάντης ἠσθάνθη ὑποχωροῦσαν τὴν πικρότητα τῆς γεύσεώς του. «Ἰδοὺ ὅτι καὶ ὁ Λαλεμῆτρος ἔχει, καθὼς λέγουν, προτιμήσεις ὕφους!» εἶπεν ἐνδομύχως καὶ παρευθὺς ἄκανθα οἰήσεως ἀνεφύη ἐν τῇ καρδίᾳ του καὶ ἦτο εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ κομπάσῃ «Ἀλέκο, σέ...», ἀλλὰ συνῆλθε πάραυτα καὶ ἀνελογίσθη τὸ ἀποστολικὸν· «Τί ἔχεις, ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;». Ἔτεινε τὴν χεῖρα του πρὸς τὸν Λαλεμῆτρον.

«Ὡραῖοι οἱ λουκουμᾶδες! Θὰ εἰπῶ εἰς τὸν Μωραϊτίδην ὅτι ἐκεῖνον ἤθελες νὰ κεράσῃς, ἀλλὰ δὲν τὸν εὗρες καὶ ἐπωφελήθην ἐγώ...».

********

Ἀπεχωρίσθησαν, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν», ὁ Γαβριηλίδης τὸν ὑπεδέχθη μὲ πλαστὴν ἀγανάκτησιν:

—Ἀλέξανδρε, εἶπεν, ἐχάθηκαν τὰ μόνιππα; Ἂς ἔπαιρνες ἕνα, ἀδελφέ, κι ἂς τὸ ἐχρέωνες εἰς ἐμέ! Βουλιάζουμε, Ἀλέξανδρε!

Τοῦ ἀνεκοίνωσεν ὅτι ἡ ἐφημερὶς εἶχε κατακλυσθῆ ἀπὸ χείμαρρον ἐπιστολῶν ἐξ ὅλης της Ἑλλάδος καὶ τῶν ὁμογενῶν τῆς ἀλλοδαπῆς. Διεμαρτύροντο οἱ ἀναγνῶσται διὰ τὴν ἀπουσίαν ἑορτίου διηγήματός του εἰς τὸ χριστουγεννιάτικον καὶ πρωτοχρονιάτικον φύλλον καὶ διεμήνυον ὅτι ἂν καὶ ἡ ἔκδοσις τῶν Θεοφανείων στερῆται παπαδιαμαντικοῦ ἀφηγήματος, δὲν θὰ ἠγόραζον τὴν ἐφημερίδα καὶ ἂς κρατήσῃ ὁ κύριος διευθυντὴς τὰς ἐπιστροφὰς τῶν φύλλων, διὰ νὰ τυλίγῃ τὸ προσφάγι του ἢ διὰ νὰ ψήνῃ ρέγγες!

 —Ἀκοῦς, Ἀλέξανδρε, ἐπέφερε μὲ βεβιασμένον πως γέλωτα, ἀκοῦς τὰ ἀπειλητικὰ αἰτήματα τοῦ ἀναγνωστικοῦ συνδικάτου; Κακὴν δημοκρατίαν τοὺς ἐδιδάξαμεν, φίλτατε, ἀλλὰ παρέλκει τώρα πᾶσα συζήτησις περὶ τοῦ ἀρίστου τῶν πολιτευμάτων. Λοιπόν, ἔχομεν τέσσαρας ἡμέρας ἕως τὰ Φῶτα, φρόντισε, Ἀλέξανδρε τὴν Παραμονὴν τὸ πρωΐ, νὰ μοῦ παραδώσῃς τὸ διήγημα.

—Μόνον ἂν ἐπήγαινα στὴν Σκιάθον, ὑπέλαβεν ὁ Παπαδιαμάντης, θὰ

ἠμποροῦσα, ἴσως, νὰ τὸ γράψω.

—Λοιπόν, τί περιμένεις; ἐβρυχήθη ὁ Γαβριηλίδης. Ναυλώνω πλοῖον καὶ ἀποπλέεις εἰς τρεῖς ὥρας, μόλις φθάσῃς στρώνεσαι στὸ γράψιμον, οὔτε κεφάλι θὰ σηκώσῃς, Ἀλέξανδρε, οὔτε νερὸ θὰ πιῇς, οὔτε λέξιν θὰ ἀπευθύνῃς εἰς ἄλλον καὶ τὴν Παραμονὴν τηλεγραφεῖς τὸ διήγημα.

—Ἀλλὰ ἐνδέχεται λόγῳ τοῦ καιροῦ νὰ μὴ λειτουργᾷ ἡ τηλεγραφικὴ γραμμή, εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος.

—Τότε πλέεις εἰς Χαλκίδα καὶ τηλεγραφεῖς ἐκεῖθεν, καὶ δὲν ἀναχωρεῖς εἰς τρεῖς ὥρας, ἀλλὰ τώρα ἀμέσως, καὶ λάβε τὸ ἥμισυ τῆς ἀμοιβῆς, εἶπεν ἐν ἐξάψει ὁ Γαβριηλίδης καὶ τοῦ ἐνεχείρισε φάκελον.

********

Ἀνάρπαστοι κατέβησαν εἰς Πειραιᾶ, ὁ Γαβριηλίδης ἐναύλωσε ταχύπλουν, ὁ Παπαδιαμάντης ἐπεβιβάσθη, καὶ τὸ σκάφος ἀπέπλευσεν. Ἐκ πείσματος τοῦ πλοιάρχου δὲν εἰσῆλθον εἰς τὸν Εὐβοϊκόν, τοῦ ὁποίου ὁ διάπλους εἶναι καταφανῶς ὀλιγότερον τρικυμιώδης ἀπὸ τὴν θαλασσίαν ὁδόν, τὴν διὰ τοῦ Αἰγαίου. Ἀνελπίστως ἐπέρασαν τὰ ἐπικίνδυνα τοῦ Καφηρέως ἄνευ ἰσχυρῶν κλυδωνισμῶν, ἀργότερα ὅμως ὁ καιρὸς ἤρχισε νὰ

χειροτερεύῃ καὶ ὅταν πλέον προσήγγιζαν εἰς τὴν Σκύρον, ἦτο ξίδι μοναχό, θάλασσα κιαμέτ!

Ὁ καπετάνιος ἠγκυροβόλησε στὲς Τρεῖς Μποῦκες, τὸν ἀσφαλέστατον λιμένα τῆς νήσου, καὶ ἐδήλωσεν ὅτι δὲν πρόκειται «νὰ σηκώσῃ ἄγκυραν, ἂν δὲν ξανοίξῃ». Εἰς μάτην διεμαρτυρήθη ὁ Παπαδιαμάντης, λέγων ὅτι τὸ πλοῖον εἶχεν ἁδρῶς ναυλωθῆ καὶ ὁ πλοίαρχος ὤφειλε νὰ κάμῃ νόμο-τρόπο, ὥστε αὔριον, τὸ βραδύτερον, νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν Σκιάθον. Ἐκεῖνος ἀντέτεινεν ὅτι καμμία ναύλωσις δὲν εἶναι ὑπερτέρα τῆς σωτηρίας τοῦ σκάφους, καὶ ἂς μὴ λησμονῇ ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει περιγράψει εἰς διήγημά του ἀβαρίας ἀναγκαίας πρὸς ἀποφυγὴν καταποντισμοῦ σκάφους καὶ ψυχῶν.

********

Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκλείσθη εἰς τὸν θαλαμίσκον του. Ἦτο ἡ τετάρτη πρὸ τῆς ἑορτῆς ἡμέρα. Ἐξάπλωσεν εἰς τὴν κουκέταν του καὶ ἐσυλλογίζετο ὅτι, ἂν δὲν «ἔπεφτε ὁ καιρός» ἐκινδύνευε νὰ μὴ γράψῃ τὸ διήγημα καί, τὸ χειρότερον, νὰ χάσῃ τὰς Ὥρας τῶν Θεοφανίων. Ἀλλ᾿ ἂν ἐνέδωσεν εἰς τὴν παράλογον ἀπαίτησιν τοῦ Γαβριηλίδου, τὸ ἔκαμεν ἐπὶ τῇ προσδοκίᾳ τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ὡρῶν ἐν τῇ προσφιλέστατῃ νήσῳ. Ὄχι, δὲν θὰ ἐπέτρεπεν ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὰς συμψάλῃ μὲ τὸν κὺρ Ἀλεξανδρῆν, τὸν ψάλτην τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν!

********

Ἤρχισε νὰ αἰσθάνεται θέρμην, καὶ μικρὸν ρίγος τὸν διεπέρασεν. Ἐσκεπάσθη καλῶς καὶ ἐσκέπτετο πλέον ὅτι ἡ ἐσπευσμένη ἀναχώρησις δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μηνύσῃ εἰς τὸν ἐξάδελφον Ἀλέκον νὰ μὴ λείψῃ ἐκεῖνος κἂν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον.

Ἀλλ᾿ ἐνεφανίσθη τότε ὅμιλος ἐνοριτῶν καί, κυρίως, ἐνοριτισσῶν τοῦ ναϋδρίου, οἱ ὁποῖοι ἐπρόβαλαν τὴν ἀπαίτησιν νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ ψάλῃ αὐτὸς τὰς Ὥρας. Ἄλλως, ἠπείλουν, θὰ ἐκκλησιάζοντο ἀλλοῦ. Τοὺς ἐνουθέτησε καὶ τοὺς ἐξώρκισε, νὰ μὴ ἐκπειράζωσι Κύριον τὸν Θεόν των, εἰς τὰ θεῖα δὲν χωροῦν ἐκβιασμοί, καὶ πῶς ἦτον δυνατὸν νὰ εὑρεθῇ πάλιν εἰς Ἀθήνας ἄνευ θαύματος;

Ἀπεδείχθησαν ὅμως «ἀγύριστα κεφάλια», καὶ ἐκεῖνος, διὰ νὰ μὴ κολασθῶσιν, ἀνέβη εἰς τὸ κατάστρωμα καὶ ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν.

********

Συντόνως κολυμβῶν ἔφθασεν αἰσίως εἰς Πειραιᾶ καὶ ἐκεῖθεν ἀνῆλθε διάβροχος εἰς Ἀθήνας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν θαλπερὸν ναΐσκον, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁ τριτεξάδελφός του ἡτοιμάζετο νὰ ψάλῃ τὸ ἐξαίσιον καὶ ἀθάνατον Δοξαστικὸν τῆς Ἐνάτης Ὥρας. Θεωρῶν ὅμως, ἄνευ ἐκπλήξεως, εἰσερχόμενον τὸν καταστάζοντα Παπαδιαμάντη τοῦ λέγει φυσικότατα:

—Ἀλέξανδρε, ἰδικόν σου τὸ Δοξαστικόν!

********

Ἠσθάνθη φρικίασιν εὐφροσύνης καὶ ἐξύπνησε καὶ συνῆλθεν ἐκ τοῦ περιπετειώδους ὀνείρου. Ἐνόησε συγχρόνως, ὅτι δὲν θὰ προλάβῃ τὰς Ὥρας τῶν Φώτων.

Ἡ ἀδελφή του Κυρατσούλα, ποὺ εἶχε τὴν ἔγνοιαν του, τὸν ἠρώτησεν, ἐν συνοχῇ καρδίας· «Τί θέλεις, Ἀλέξανδρε;» Ἀφυπνίσθησαν σχεδὸν ἔντρομοι καὶ αἱ ἄλλαι, ὁποὺ ἐλαγοκοιμῶντο εἰς τὴν διπλανὴν κάμαρην.

— «Ἡσυχάσατε!», εἶπε πραέως, «θὰ ψάλω τὸ Δοξαστικόν».

Εἶτα μὲ τρέμουσαν φωνήν, ὡς πτηνὸν ἀποδημητικὸν ἀπερχόμενον εἰς θερμοτέρους οὐρανούς, ἐμινύρισε τὸ πανηγυρικὸν ᾆσμα: «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου... ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά»..

********

Καὶ βλέπων ὅτι ὁ μέγιστος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν τὸν ἐπεσκίαζεν ἤδη διὰ τῶν χειρῶν καὶ τῶν πτερύγων του, ἔκλινε πρὸς τὴν πλευρὰν τῆς καρδίας καὶ ἀπέπτη..

Παπαδιαμάντικη Παννυχίδα

Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη

του Κώστα Βάρναλη

Ο Παπαδιαμάντης με τον τρόπο γραφής και τα αυθεντικά βιώματά του σημάδεψε

αναμφίβολα τη Λογοτεχνία μας και της Εποχή μας.

Τόσο πρωτότυπος και χαριστωμένος, σαγήνευσε τους αναγνώστες του, αλλά και άλλους συναδέλφους Λογοτέχνες, οι οποίοι παρακινήθηκαν (αφού τον ρούφηξαν με το ποτήρι) να γράψουν «Παπαδιαμάντικα» κείμενα.

Αναφέρω μερικούς: Μ. Καραγάτσης, Η. Καραναστάσης, Ν. Λαπαθιώτης, Αλ. Χ. Μαμμόπουλος, Αλφόνς Ντωντέ, Μ.Γ. Παρλαμάς, Ν. Πολίτης, Κ.Δ. Φαφαλιός, Κ. Φραγγούλης και άλλοι.

(πέρασε τόσο ταπεινός, βασανισμένος, θλιμένος και καταφρονεμένος, δεν πλούτισε και δεν δοξάσθηκε επί γης, ωστόσο άφησε τόσο βαθύ και ευεργετικό ίχνος στις ψυχές.. Κανόνας αυτός σταυρικός των γνησίων ανθρώπων του Θεού)..

Μάλιστα, σε μερικά τέτοια κείμενα έβαλαν ως ήρωα ..τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη!

Παραθέτουμε εδω ένα Χριστουγεννιάτικο του Κώστα Βάρναλη. Απολαύστε το:   

  ορανς βρεχε διαρκς λεπτν νερόχιονον, γραγος διάκοπος φύσα κα το ψχος κα χειμν τς παραμονς τν Χριστουγέννων το τους...

κυρ-λέξανδρος εχε νηστεύσει νελλιπς λόκληρον τ Σαρανταήμερον κα εχεν ξομολογηθε τ κρίματά του (παπα-Δημήτρη τ χέρι σου φιλ!). Κα φο γκαίρως παρέδωσε τ χριστουγεννιάτικον διήγημά του ες τν «κρόπολιν» κα διέθεσεν λόκληρον τν γλίσχρον ντιμισθίαν του πρς πληρωμν το νοικίου κα τν λίγων χρεν του, γέρων δη κεκμηκς π τν τν κα τς νηστείας, ποφεύγων πάντοτε τν πολυάσχολον τύρβην, λλ φιλακόλουθος πιστός, ψαλεν, ς συνήθως, μ τν βραχνν κα σπασμένην φωνήν του, πλήρη μως νθέου πάθους, ς δεξις ψάλτης, ες τ παρεκκλήσιον το Προφήτου λισσαίου τς Μεγάλας ρας, σχεδν π στήθους, κα τε πανλθεν ες τ πτωχικόν του δωμάτιον, δν εχεν κόμη φέξει!

ναψε τ κηρίον του κα τ βοηθεί το κηρίου (κα το Κυρίου!) βγαλε τ πόδημά του τ ριστερόν, διότι τν νώχλει κάλος, κα μίκλιντος π τς πενιχρς στρωμνς του, πολλ εμβάζων κα οδν σκεπτόμενος, κουε τς ρυγς το κραταιο νέμου κα τος κρότους τς βροχς κα βλεπε νοερς τν πορφυρον πόντον ν ήγνυται ες τος σκληρος αχμηρος βράχους το νεφελοσκεπος κα χιονοστεφάνου θω.

κρύωνεν. λλ τ καφενεον το κυρ-Γιάννη το γκιστριώτη το κλειστόν. λλ κα βολν δν εχε ν παραγγείλει:

- Πάτερ βραάμ, πέμψον Λάζαρον! (να ποτηράκι ακ ώμι).

κείνην τν χρονιν τ Χριστούγεννα πεσαν Παρασκευήν. Τόσον τ καλύτερον. Θ νηστεύσει κα πάλιν, ς τ εχε τάμα ν νηστεύει δι βίου κάθε Παρασκευν δι ν ξαγνισθε μαρτωλς δολος το Θεο π τ μέγα κρμα τς νεότητός του, πο εδε τυχαίως π τν κλειδαρότρυπαν τν νεαράν του ξαδέλφην ν γδύνεται.

καμε τν σταυρόν του κι σκεπάσθη μ τν διάτρητον βατανίαν του, πως το ντυμένος κα μ τ ποδήματα -πλν το ριστερο.

****

Κα τότε ερέθη ες τν προσφιλήν του νσον τν παιδικν του χρόνων
μ
τ όδιν᾿ κρογιάλια, τς λκυονίδας μέρας, τς χλοϊζούσας πλαγιάς, μ τ κρίταμα, τν κάππαριν κα τς ρμυρήθρας τν παραθαλασσίων βράχων κα μ τος πλος παλαιος νθρώπους, θαλασσοδαρμένους ναυαγούς, ζωντανος κα κεκοιμημένους.

Κα λθεν Χριστς μ τ τεθλιμμένον πρόσωπον, Παναγία Γλυκοφιλοσα μ τ λευκν κα νθεον Βρέφος της, γιος Στυλιανός, φίλος κα φρουρς τν νηπίων, γία Βαρβάρα κα γία Κυριακ μ τος σταυρος κα τος κλάδους τν φοινίκων ες τς χερας, σιος ντώνιος κα Εθύμιος κα Σάββας μ τς γενειάδας κα τ κομβοσχοίνια των· κα λθε κα σιος Μωϋσς Αθίοψ, «νθρωπος τν ψιν κα θες τν καρδίαν», γία ναστασία Φαρμακολύτρια κρατοσα ες τς χερας τ μικρόν της ληκύθιον, τ περιέχον τ λυτήρια λων τν μαγγανειν κα πδν, γιος λευθέριος, γία Μαρίνα κα ετα γιος Γεώργιος κα γιος Δημήτριος μ τ χαντζάριά των, μ τς σπίδας κα τος θώρακάς των -λόκληρον τ Τέμπλον το παρεκκλησίου τς Παναγίας τς Γλυκοφιλούσης κε πάνω ες τν βράχον τν μαστιζόμενον π θυέλλας κα λαίλαπας κα λικνιζόμενον π τ πολυτάραχον κα πολύρροιβδον κμα...

Φέγγος αρινν κα θαλπωρ διεχύθησαν ντς το γρο δωματίου, κα κυρ-λέξανδρος λησμονήσας τν κάλον του νεσηκώθη ν φορέσει κα τ ριστερόν του πόδημα δι ν᾿ σπασθε ελαβς τος πόδας το Χριστο, τς Παναγίας κα τν γίων.

****

λλ᾿ πτασία ξηφανίσθη κα δο ερέθη ες τν η-Γιάννην τν Κρυφόν, πο γιάτρευε τος κρυφος πόνους κι δέχετο τν ξαγόρευσιν τν κρυφν μαρτιν. Πλθος πιστν εχεν νέλθει π τν πολίχνην, ζωντανο κα συγχωρεμένοι, ν παρακολουθήσουν τν Λειτουργίαν, τν ποία τέλει παπα-Μπεφάνης βοηθούμενος π τν μπάρμπ᾿ ναγνώστην τν Παρθένην.

Κατ περίεργον ντινομίαν τν στοιχείων, το καλοκαρι κι Λειτουργία εχε τελειώσει κα τον δν τον τρίτη πρωϊνή, τε μφιλύκη ρχισε ν οδίζει ες τν ντικρυνν ζυγν το βουνο.

λοι γείτονες, λάλοι κα φωνασκοί, κάθηντο κατ γς πέριξ στρωμένης καθαρς θόνης. Τέσσερ᾿ ρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, στακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστ τς λίμνης, αγοτάραχον κα γχέλεις λατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια κα μλα -λα τ καλούδια, προϊόντα της μικρς κα ραίας νήσου, περιέμενον τος συνδαιτυμόνας.

- Καλς ρισες κυρ-λέξαντρε, κάτσε κ᾿ φεντιά σου, το επεν θεία μέρσα.


λλ τί βλέπει γύρω του; λους τους ρωας κα τς ρωδας τν Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. κε τον θεία-χτίτσα, φοροσα καινουργ μανδήλαν κα νέα πέδιλα, πιδεικνύουσα μετ᾿ εγνωμοσύνης τ συνάλλαγμα τν δέκα λιρν, τ ποον μόλις λαβε π τν ξενιτευμένον ες τν μερικν υόν της.

Δίπλα της κάθητο κι Γιάννης Παλούκας, προσποιηθες τν Καλλικάντζαρον τν Παραμονν τν Χριστουγέννων κα ληστεύσας τν γγελν, τν Νάσον, τν Τάσον -λα τ παιδία τ ποα κατήρχοντο π τν πάνω νορίαν, φο εχαν ψάλει τ Κάλανδα. σηκώθη κα παρέδωσεν ες τν κυρ-λέξανδρον τς κλεμμένας πεντάρας -δν εχε πς ν μεθύσ κα ορτάσ τ Χριστούγεννα κείνην τν χρονιν (συχωρεμένος ς εναι!).

δο κι Μπαρμπ᾿ λέξης, Καλοσκαιρς, πο δν εχεν νάγκην το πορθμείου το Χάροντος δι ν πηδήσει ες τν λλον κόσμον· εχε τ δικόν του, πόσαθρον πλοιάριον, ατόχρημα σκυλοπνίχτην.

Μαζί του τον κι σύντροφός του Γιάννης Πανταρώτας ναυτολογημένος ς ωαννίδης κα διατελν ν διαρκε πουσί κατ τς ρας τς ργασίας.

- Ν φροντίσς, το επεν Πανταρώτας, ν πάρω τν σύνταξή μου!

Κα λησμονν τν ερότητα τς στιγμς μούντζωσε τ κενν συνοδεύων τν σεμνον χειρονομίαν μ τν σεμνοτέραν βλασφημίαν:

- ρσε, κουβέρνο!

κε τον κι Μπαρμπα-Διόμας, ετυχς διότι γλύτωσεν π τ ναυάγιον κα ρρόφησεν πνευστ π το διασώσαντος ατν τρεχαντηρίου λόκληρον φιάλην πλήρη δυγεύστου μαύρου ονου δι ν συνέλθει - πενιχρά, λλ᾿ περτάτη ετυχία το πτωχο!

λλ᾿ δο τρεξε ν το σφίξη τν χερα κα βοσκς Στάθ᾿ς το Μπόζα, το ποίου δύο αγες εχον βραχωθ ες τν κρημνν περάνω τς βύσσου, που χαινεν πόντος κα το δύνατον ν σωθον, ν δν τν κατεβίβαζαν δι σχοινίου ες τν βράχον μ κίνδυνον τς ζως του.

- Τν Ψαρ τν χω τάξει σημένια στν Παναγιά. Τ Στέρφα (τν λλην αγα) θ τν σφάξω γι σένα, ν τν φμε.

Κα σημίνα το μαστρο-Στεφαν το βαρελ, μ τς τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τ οδαυγή, τν λένην, τ Μαργαρ κα τν φέντραν, σημίνα, πο τν μίαν μέραν ώρτασε τος γάμους τς φέντρας μ τν Γρηγόρη τς Μονεβασς κα τν λλην μέραν πένθησεν τν θάνατον το υο της το Θανάση.

Τέλος, ! τς κπλήξεως, νεφανίσθη κα τερος αυτός του, λέξανδρος Παπαδημούλης, πτωχαλαζών, σχολούμενος ες ργα μ κοινς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!

κυρ-λέξανδρος σθάνθη τύψεις, τι πλασεν λους ατος τος νθρώπους το λαο τόσον δυστυχες κα ταπεινος τόσον μαρτωλος (οδες ναμάρτητος!) κα τν αυτόν του τόσον πηρμένον!...

λλ τν στιγμν κείνην τν διέκοψεν κταόκαδος τσότρα, περιφερομένη π χειρς ες χερα. Δν πρόλαβε ν τν ναγκαλισθ κα χησαν τ λαλούμενα (βιολιτζδες ντόπιοι κα τουρκόγυφτοι μ κλαρινέτα) κα ... ξύπνησε.

****

Ποτ κοσμοκαλόγηρος κυρ-λέξανδρος δν ξύπνησε τόσον χορτάτος, σον κείνην τν γίαν μέραν, νστις το Σαρανταημέρου κα νστις λης της ζως του! -ζων ν χει!

 

 

O Κώστας Βάρναλης έχει γράψει και άλλα διηγήματα με ύφος "παπαδιαμαντικό", κάνοντας χρήση φράσεων και λέξεων του σπουδαίου αυτού διηγηματογράφου. Το συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάζει ως ήρωα τον ίδιο τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (κυρ λέξανδρος Παπαδημούλης!). 

 

Πηγή Υλικού: "Πεζός Λόγος", Εκδόσεις Κέδρος

http://www.romiosini.org.gr/DA3674A2.el.aspx

 

Γλωσσάρι: Όρσε, γκουβέρνο:  Να!! Κυβέρνηση να σου πετύχει..