η Φύση κρατάει την ανάσα της..

Μ.Πέμπτη-Μ.Παρασκευή

μαζί με τον ήλιο που σκοτίστηκε,

πενθεί και ολόκληρη η Κτίση..

λέει ο λαός μας:

«ούτε τα πουλιά δεν χτίζουν σήμερα φωλιά».

σταματούν με σεβασμό για τη Μεγάλη Μέρα..

 


 

 

 

 


Φύση και Θείο Πάθος..

 Αυτήν την εποχή, που την σφραγίζει το Θείο Πάθος, παρατηρώ τη φύση και βλέπω στα χρώματά της να κυριαρχεί το μωβ χρώμα.

Πανσέδες, βιόλες, ζουμπούλια, πασχαλιές, κουτσουπιές (δέντρα αυτά), αρμέριες, κυκλάμινα και άλλα και άλλα.. Ακόμη και φύλλα σε χρώμα μαβί.. Άλλωστε και αυτή η λέξη «ιώδες» προήλθε από το μελαγχολικό «ίον»..  

Βλέπω γύρω μου ένα γλυκό πένθος. Ομορφιά σεμνή, πονεμένη.

Νομίζω ότι η φύση είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τα του Θεού μας.. 




Προνοητικά και αφειδώλευτα τα προσφέρει η φύση για τον Επιτάφιό Του..







 


Λεβάντα

 
 
Και οι παπαρούνες βέβαια, που κοκκινίζουν τους κάμπους..

Πιλάτος


 

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ

Γέρος, εξόριστος, κατατρεγμένος από τη Ρώμη,

με της μετάνοιας τo κρύο σκουλίκι μές στην καρδιά,

πάει σαν αλήτης . . . Πολλές τον δέχονται χώρες και δρόμοι,

περνά ο Πιλάτος σκυφτός, και πίσω του αλυχτοὐν σκυλιά.

Παρηγορήτρα του πια δεν απόμεινε ψυχή κοντά του,

ούτε η γυναίκα του Κλαυδία Πρόκλα η αγαπημένη.

Μετά από τ’ όνειρο, ήρθε κι ο άγγελος του θανάτου

και την επήγε στo Ναζωραίο της μακαρισμένη.

Χωρίς πορφύρα, με δίχως δύναμη, με δίχως γνώμη,

στων Τιγγερίων τ’ άγρια ρουμάνια φτάνει ο Πιλάτος,

και πάει,... Xιόνια και τρόχαλα κι αγκάθια οι δρόμοι..

Κι όλο τo θάνατο κράζει σωτήρα του, πίκρα γεμάτος...

Κι' έτσι ένα βράδι, σε κάποια λίμνη που ήταν φτασμένος,

-βαθειά ήταν κ’ ύπουλη σαν αμαρτία σκοταδερή-

μες στα νερά της πέφτει ο Πιλάτος απελπισμένος,

πεθαίνει τέλος -μα τη γαλήνη δε θάν τη βρει.

(Δικαιοσύνη ! να ζεις αιώνια ρυθμέ της Πλάσης,

άχραντο πνεύμα, Δικαιοσύνη των ουρανών !

Στη ζυγαριά σου όλη την Πλάση κι αν ανεβάσεις,

πάντα βαρύτερο θα ‘ναι το δάκρυ των ταπεινών!)


Πέθανε ο Πόντιος, μα τη γαλήνη δε βρήκε ακόμη ...

Σε κάποιες νύχτες, που τρέμουν τ’ αστρα σα φοβισμένα,

σταχτί ένα φάντασμα βγαίνει απ’ τη λίμνη, που είν’ ολο τρόμοι,

κι’όλο ανεβαίνει, κ’ έχει τα χέρια του όλο υψωμένα.

Μακρύ ένα φύσημα μες στο σκοτάδι περνάει τα φύλλα,

-σέρνονται ανήμποροι μες στους αιώνες ολολυγμοί-

κ έπειτα σκύβει, γέρνει το φάντασμα μ’ ανατριχίλα

και μές στη λίμνη πλένει τα χέρια του: «Αθώος ειμί.. »

Τότε σηκώνονται πίσω απ’ τις Άλπεις τις χιονισμένες

μαύρα τα σύγνεφα στον καταξάστερο ουρανό,

πύρινες λόγχες σπαθίζουν τ’ άπειρο ξεγυμνωμένες

και κατακέφαλα παίρνει το φάντασμα τον κεραυνό.

Τότε της λίμνης φρικιάζουν νερά και φύλλα κοκκινισμένα,

τ άγρια τα κύματα πνίγουν το φάντασμα: «Αθώος ειμί..»

Τα χέρια δέρνονται για λίγο ακόμη τ’ απελπισμένα,

σέρνονται ανήμπορα μες στους αιώνες ολολυγμοί...

Δέηση

Κύριε, Κύριε του ελέους, των οίκτιρμών,

Χριστέ, επουράνια Αγάπη, λύτρωσέ τον!

Μακριά από την κοιλάδα τωv δαρμών

στοv ίσκιο ενός Σταυρού Σου κοίμισέ τον.

Και λύσε απ’ τα δεσμά της αμαρτίας

τον άνδρα της καλής, δικαίας Κλαυδίας!

 

1927 - ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗΣ