όμορφη κοντά σου είν' η ζωή,
μα δύσκολη αύτη η εποχή,
που έχουμε βρεθεί.
Ο πειρασμός βρυχάται,
ως λέων ωρυόμενος,
ίνα μας καταπιεί.
Ιό το επονόμασε
τούτο το φονικό,
τον φόβο επροκάλεσε
έσπειρε πανικό.
Εσένα να ξεχάσουμε
τον Παντοδύναμο και Κτίστη.
Οι άρχοντες λησμονήσανε
τον θείο σου το νόμο
και μάταια ενομίσανε
πως κλείσανε το δρόμο.
Να μην ακολουθήσουμε
τα Άχραντά Σου Πάθη,
σκεπτόμενοι πως άλλο πια
δεν συγχωρείς
τ' αμέτρητά μας λάθη.
σώπασαν οι καμπάνες,
θαρρείς πως δεν θ' ακούσουμε
τις θείες ψαλμουδιές μέσα εις τις καρδιές.
Συ είσαι Πανάγαθος,
Αγάπη τ' όνομά Σου,
μα για άλλη μια φορά θα δοξαστεί
το μέγα άγγιγμά Σου.
Στέλνοντας το θείο Σου φως
από τον Ουρανό στη γη
με θεία εντολή.
Γι αυτό τη νύχτα ετούτη της Λαμπρής,
Χριστέ,
τα μάτια δε θα κλείσω,
δε θ' αποκοιμηθώ,
για να Σε προσκυνήσω.
Το καντήλι στο εικονοστάσι μου
σβηστό θα το αφήσω,
καντηλήθρα καινούργια και φυτίλι
πάνω του θε ν' ακουμπήσω.
Συ και θα τ' ανάψεις
και της καντήλας το φωτί
και της ψυχής γιορτή
μεγάλη θα γενεί.
Κι όλο το σπίτι κι η καρδιά
λιβάνι θα γιομίσει,
το γιασεμί της άνοιξης
θε να μοσχοβολήσει.
Αναστάσιμο κερί
το χέρι θα κρατήσει,
και πάλι θα χτυπήσει
με ήχο γιορτινό,
τη χαρά της Λαμπρής
ολούθε να σκορπίσει
Χριστός Ανέστη !
θα βροντοφωνάξει ν'ακουστεί
σ'όλη τη Κτίση.
Μαρία
και Ιωάννης Ιωσηφίδης, Βέροια