Παναγία - Βάτος



«παρελθών όψομαι»

Όταν ο Θεόπτης Μωϋσης αντίκρυσε απροσδόκητα την Βάτο εκεί, στην ερημιά του Σινά, να βγάζει πλούσιες φλόγες, αλλά να μην αναλώνεται, να μην κατακαίεται, να μην γίνεται στάχτη, είπε καθ'εαυτόν: «Τί περίεργο θέαμα. Ας πλησιάζω να δω, τί συμβαίνει»..
Και γράφει το κείμενο στο βιβλίο της Εξόδου, στην Π.Διαθήκη:
«παρελθών όψομαι»
κανονικά έπρεπε να πει: προσ>ελθών όψομαι = να πλησιάσω και να δω
οι ποιμένες στην Βηθλεέμ είπαν: δι>ελθόντες = να διασχίσουμε τα λιβάδια και να φθάσουμε, να δούμε το ρήμα τούτο το γεγονός.
Εδώ ο Μωϋσής λέγει «παρελθών όψομαι»
πώς ερμηνεύεται;
1. παρ>ελθών = θέλω να πλησιάσω και συνάμα να προσπεράσω, να εγγίσω προσεκτικά, απόμακρα.. να περάσω πλαγίως από τον τόπο αυτόν της βάτου..  διότι με κυριεύει δέος..  Αισθάνομαι ότι δεν επιτρέπεται  και νιώθω ότι δεν μπορώ να πάω κοντά. Πρέπει να βαδίζω σε απόσταση και να κυττώ.. Να περιεργάζομαι επιμελώς αλλά και προσεκτικά, να «κατοπτεύσω»..
2. παρ>ελθών = αυτό το θέμα είναι υποβλητικό και μυστηριώδες.. κρύβει κάτι θεϊκό. Είναι προφανώς πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις και την ανθρώπινη κατανόηση..  Δεν μπορώ να το «κατοπτεύσω», να μπω στο βάθος του, στό νόημά του, στο μήνυμά του, να το κατανοήσω πλήρως. Πρέπει «να παρέλθω από τη ζωή αυτή», να γίνω παρελθόν για τον υλικό κόσμο, πρέπει να φύγω, να εκδημήσω και αποδημήσω, πρέπει να περιμένω να αποθάνω, και έτσι να το ιδώ, άνωθεν, με άλλα μάτια τότε..  να εισδύσω στο νόημα και μήνυμά του! ..
Αυτήν την άποψη προτιμάει ο Υμνογράφος σε ένα τροπάριο της Θ' Ωδής της Εορτής του Ευαγγελισμού και λέει..
Θαυμαστὸν τῷ Ἱεροφάντῃ Μωσεῖ ἡ βάτος καὶ τὸ πῦρ ἔδειξε τέρας. Ζητῶν δὲ τὸ πέρας εἰς διά-βασιν χρόνου, ἐν Κόρῃ ἁγνῇ, ἔφη, κατοπτεύσω, ᾗ ὡς Θεοτόκῳ λεχθείη· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
ιεροφάντης = εκείνος που φαίνει, φωτίζει και αποκλύπτει τα θεϊκά..
τέρας =  εξαίσιο και σχεδόν τρομακτικό φαινόμενο, υπερκόσμιο θαύμα.

.